Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τοῖς νόμοις

См. также в других словарях:

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • υποθέατρος — ον, Α (μόνον η αιτ. πληθ. τού αρσ.) ὑποθεάτρους (κατά τον Πολυδ.) «αὐλοὺς τοὺς ἐπὶ τοῑς νόμοις τοῑς αὐλητικοῑς ἐκάλεσαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθ. τού τ. σε ὑπότρητος] …   Dictionary of Greek

  • MANUARIAE Sellulariaeque Artes — a civibus Romanisolim non exercebantur, teste Dionysiô l. 2. et 9. Apud Athenienses vero, quos universos Theseus divisit in Ε᾿υπατρίδας, qui coeteros dignitate antistabant, et Patricii dici possunt: Γεωμόρους, quirurihabitantes agros colebant: et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αθυρόνομος — ἀθυρόνομος, ον (Α) αυτός που παίζει με τον νόμο, που τόν χρησιμοποιεί ή τόν ερμηνεύει αυθαίρετα «ὡς ἔτυχε χρώμενος τοῑς νόμοις κατὰ τὸ δοκοῡν ἤκατὰ τὴν περίστασιν» (Ησύχιος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθύρω (= παίζω) + νόμος] …   Dictionary of Greek

  • πειθαρχικός — ή, ό / πειθαρχικός, ή, όν, ΝΑ [πείθαρχος] αυτός που υπακούει με προθυμία στους νόμους, στις αρχές, στους κανόνες, ευπειθής, υπάκουος (α. «πειθαρχικός στρατιώτης» β. «πειθαρχικὸς τοῑς νόμοις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

  • πολύδικος — ον, Α φιλόδικος («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ τοῡ μὴ πολυδίκους εἶναι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δικος (< δίκη), πρβλ. μισό δικος, φιλό δικος] …   Dictionary of Greek

  • συναπολογούμαι — έομαι, Α 1. απολογούμαι από κοινού ή υπερασπίζω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον ή κάτι μαζί με κάτι άλλο («οἱ τούτῳ παριόντες... συναπολογήσονται», Δημοσθ.) 2.φρ. «συναπολογοῡμαι τοῑς νόμοις» υπερασπίζω τον εαυτό μου υπερασπίζοντας το κύρος τών… …   Dictionary of Greek

  • АВТОНОМ — [греч. αὐτόνομος самостоятельный] († 313), сщмч. Вифинский (пам. 12 сент.). Согласно житию, составленному при имп. Юстине I (518 527) на основе более ранних преданий, А. был епископом в г. Пренесте (совр. Палестрина); в гонение при Диоклетиане он …   Православная энциклопедия

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Xi — Xi Inhaltsverzeichnis 1 ξενίας γραφή 2 …   Deutsch Wikipedia

  • Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …   Wikipedia Español

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»